- αμύρωτος
- -η, -οαυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, αβάφτιστος: Περιμένοντας να γυρίσει ο πατέρας είχαν και το παιδί αμύρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμύρωτος — η, ο [μυρώνω] 1. αυτός που δεν μυρώθηκε, δηλ. δεν χρίσθηκε με αγιασμένο μύρο, και επομένως ο μη χριστιανός, ο αβάπτιστος 2. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρα … Dictionary of Greek
άμυρος — (I) ἄμυρος, ον (Α) (για τόπους) υγρός, γεμάτος νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτατ. + μύρω μύρομαι «ρέω, κυλώ, στάζω (για υγρά)»]. (II) ον (Α ἄμυρος) [μῡρον] 1. ο δίχως μυρωδιά, αμύριστος, άοσμος 2. ο δίχως μύρο, αμύρωτος, μη αρωματικός … Dictionary of Greek